- ατιμωρητί
- επίρρ. χωρίς τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Adverb — ExamplesSidebar|28% * The waves came in quickly over the rocks. * I found the film amazingly dull. * The meeting went well, and the directors were extremely happy with the outcome. * Crabs are known for walking sideways. * I often have eggs for… … Wikipedia
Μυσός — (II) Μυσός, ὁ (ΑΜ) ο κάτοικος τής Μυσίας αρχ. παροιμ. φρ. α) «Μυσῶν λεία» λεγόταν για πράγμα που είναι εκτεθειμένο στη διάθεση όλων και επομένως υπόκειται ατιμωρητί σε λαφυραγωγία β) «ὁ Μυσῶν ἔσχατος» ο πιο ευτελής από τους ανθρώπους … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
ανατεί — ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) [άνατος] επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί … Dictionary of Greek
αποινί — ἀποινί επίρρ. (Α) [άποινα] δίχως ποινή, ατιμωρητί … Dictionary of Greek
νήποινος — νήποινος, ον (Α) 1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
νηποινεί — και νηποινί (Α) επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. αθε εί, κληρωτ ί)] … Dictionary of Greek